θυρίδων

θυρίδων
θυρίς
window
fem gen pl
θυριδόω
make a window
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
θυριδόω
make a window
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… …   Dictionary of Greek

  • άρκα ή καλόγνωμες — Γένος ακέφαλων μαλακίων, που περιλαμβάνει περίπου 150 είδη που ζουν ακόμα και 500 μαζί απολιθωμένα. Οι ά. οφείλουν το όνομά τους στην παράξενη μορφή των θυρίδων του οστράκου τους που θυμίζουν πρωτόγονα πλοιάρια (λατινικά arca = κιβωτός)·… …   Dictionary of Greek

  • двьрьца — ДВЬРЬЦ|А (22), Ѣ ( А) с. Уменьш. к двьрь: повеле хытрьцемъ ѥдины двьрче створити. ПрЛ XIII, 76г; бл(с)вѩше бо точью дверцѩми и цѣлованьѥ да˫аше к немѹ приходѩщимъ (διὰ θυρίδος) ГА XIII–XIV, 249г; иде въ домъ свои и не сказасѩ оц҃ю и мт҃ри. Нъ на… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • LOCUSTAE — Hebr. chagabim dictae; quia, cum turmatim volant, Solis lumini velum videntur obtendere, ab Arab. chagaba, quod velare est, Imo non Solem tantum multitudine suâ obumbrant, sed et Lunam, cum noctu volant, mortalium visui subducunt, Ioël. c. 2. v.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NYMPHA — I. NYMPHA locus Romae, in Via Cornelia, 13. mill. pass. ab Urbe distans, Baron. Not. ad Martyrolog. 19. Ian. II. NYMPHA pro Virgine, communiter apud Veteres. At Graecae linguae penetralia exactuis rimanti Barthio, indefloratis eâ voce mulieres… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VIRGINITAS — apud plerasque olim Gentes magno fuit in pretio: Unde quum legem Papiam Poppaeam sanciret Augustus, quâ Maritis praemia, caelibibus poenae constituebantur, non solum ab ea Virgines excepit Vestales: sed etiam honorem illis eundem, quem Matribus,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… …   Dictionary of Greek

  • πεννώδη — τα βοτ. τάξη βακιλλαριοφυκών, τα μέλη τής οποίας χαρακτηρίζονται από αμφίπλευρη συμμετρία και ακτινωτό διάκοσμο τών θυρίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pennales < λατ. penna «φτερό»] …   Dictionary of Greek

  • άπτυχοι — Όρος που χρησιμοποιείται για τα ασβεστολιθικά ή κερατοασβεστολιθικά εξαρτήματα σε σχήμα θυρίδων, που συνυπάρχουν με τους αμμωνίτες μέσα σε μεσοζωικά ιζήματα, αλλά και μεμονωμένοι. Οι θυρίδες, λείες ή με ποικίλματα, πρέπει να είχαν έναν ελαστικό… …   Dictionary of Greek

  • κοχύλι ή όστρακο — Σχηματισμός λιγότερο ή περισσότερο σκληρός, ο οποίος, όταν είναι εξωτερικός, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, προστατεύει το σώμα των μαλακίων, των βραγχιοπόδων και μερικών οστρακοδέρμων (οι δύο τελευταίες ομάδες ανήκουν στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”